άπλετος

άπλετος
-η, -ον (AM ἄπλετος, -ον)
νεοελλ.
(για φως) λαμπρός, άφθονος
αρχ.
1. απεριόριστος, απέραντος, τεράστιος
2. σπουδαίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αν ο τ. άπλετος < α- στερ. + πέλεθρον / πλέθρον, το β' συνθετ. απαιτεί αρχική ρίζα με σημασ. «μετρώ». Η λ. χρησιμοποιείται ευρέως στην ποίηση και την πεζογραφία για να χαρακτηρίσει το ύψος, τον αέρα, τον χρόνο και τον χρυσό με βασική σημ. «άπειρος, απέραντος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἄπλετος — boundless masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άπλετος — η, ο επίρρ. α άφθονος, λαμπρός: Το φως στο σπίτι ήταν άπλετο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἄπλετον — ἄπλετος boundless masc/fem acc sg ἄπλετος boundless neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπλέτοις — ἄπλετος boundless masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπλέτου — ἄπλετος boundless masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπλέτους — ἄπλετος boundless masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπλέτων — ἄπλετος boundless masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπλέτῳ — ἄπλετος boundless masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄπλετα — ἄπλετος boundless neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄπλετοι — ἄπλετος boundless masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”