- άπλετος
- -η, -ον (AM ἄπλετος, -ον)νεοελλ.(για φως) λαμπρός, άφθονοςαρχ.1. απεριόριστος, απέραντος, τεράστιος2. σπουδαίος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αν ο τ. άπλετος < α- στερ. + πέλεθρον / πλέθρον, το β' συνθετ. απαιτεί αρχική ρίζα με σημασ. «μετρώ». Η λ. χρησιμοποιείται ευρέως στην ποίηση και την πεζογραφία για να χαρακτηρίσει το ύψος, τον αέρα, τον χρόνο και τον χρυσό με βασική σημ. «άπειρος, απέραντος»].
Dictionary of Greek. 2013.